Αγιοκατάταξη του Οσίου Αθανασίου του νέου (Χαμακιώτου), ιδρυτή του Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Φανερωμένης Ροδόπολης Αττικής

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ Ι.Μ. ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ, ΩΡΩΠΟΥ & ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ

Η Ιερά Μητρόπολις Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος πανηγυρίζει την αγιοκατάταξη του Οσίου Αθανασίου του νέου (Χαμακιώτου) του εν Αμαρουσίω και Ροδοπόλει

Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν προεδρία τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου, κατά τήν Συνεδρία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2023, ἀποφάσισε τήν κατάταξη ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου (Χαμακιώτου), ἱδρυτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Φανερωμένης Ροδοπόλεως Ἀττικῆς καί ἐφημερίου ἐπί πολλά ἔτη τοῦ ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Νεραντζιωτίσσης Ἀμαρουσίου.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας ἀγάλλεται καί χαίρει εἰς τήν ἀκοήν τῆς ἀνωτέρω Ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης αὐτοῦ ὁρίστηκε τήν 17ην  Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοιμήσεως, καί τήν 23ην Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων.

Ἐκφράζοντας τίς εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας πρός τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κύριο Βαρθολομαῖο καί τά Μέλη τῆς περί Αὐτόν Σεπτῆς Ἱερᾶς Συνόδου,

ἀνακοινώνουμε στόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί  τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τίς κάτωθι λατρευτικές συνάξεις γιά τόν πρῶτο ἑορτασμό τοῦ γεγονότος τούτου:

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Ὥρα 5 μ.μ.:  Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Παναγίας Φανερωμένης Ροδοπόλεως. Τοποθέτησις τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει εἰς τό Καθολικόν καί τέλεσις Πανηγυρικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἑσπερινοῦ.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΡΩΙ

Ὥρα 7 – 10.30 π.μ.:      Ὄρθρος καί ἐν συνεχείᾳ πανηγυρική Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, ἱερουργοῦντος τοῦ Σεβ. Ποιμενάρχου μας Μητροπολίτου Κηφισίας, Ἀμαρουσίου, Ὠρωποῦ καί Μαραθῶνος κ. Κυρίλλου. Μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας θά ἐπακολουθήσει λιτάνευσις τῶν ἱερῶν λειψάνων εἰς τούς χώρους τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Ὥρα 5 μ.μ.:  Ἱερόν Μητροπολιτικόν Παρεκκλήσιον Παναγίας Νεραντζιωτίσσης. Ὑποδοχή τιμίας Κάρας ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου καί ἐν συνεχείᾳ τέλεσις Ἀρχιερατικοῦ Ἑσπερινοῦ.

ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΡΩΙ

Ὥρα 7 – 10.30 π.μ.:      Ὄρθρος καί ἐν συνεχείᾳ πανηγυρική Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, ἱερουργοῦντος τοῦ Σεβ. Ποιμενάρχου μας Μητροπολίτου Κηφισίας, Ἀμαρουσίου, Ὠρωποῦ καί Μαραθῶνος κ. Κυρίλλου. Μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας θά ἐπακολουθήσει λιτάνευσις τῆς τιμίας Κάρας τοῦ Ὁσίου πέριξ τοῦ Ἱεροῦ Παρεκκλησίου.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Ὥρα 5 μ.μ.:  Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός καί ἐν συνεχείᾳ ἡ Ἱερά Παράκλησις εἰς τόν Ὅσιον Ἀθανάσιον τόν νέον.

Ἡ τιμία κάρα τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει θά παραμείνει πρός προσκύνησιν εἰς τό Ἱερόν Μητροπολιτικόν Παρεκκλήσιον Παναγίας Νεραντζιωτίσσης Ἀμαρουσίου μέχρι τήν ΤΕΤΑΡΤΗ 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ, ὅπου καθημερινά θά τελοῦνται Ἱερές Ἀκολουθίες.

Καλοῦμε τόν Ἱερό Κλῆρο καί τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς τῆς Μητροπόλεώς μας νά συμμετάσχουν στόν πρῶτο ἑορτασμό τῆς κατατάξεως ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει.

Ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου

Ἦχος δ΄ Ταχύ προκατάλαβε

Τῆς Λαύρας τό καύχημα Ἀμαρουσίου φρουρόν, ποιμένα κοσμήσαντα Φανερωμένης μονήν, πιστοί Ἀθανάσιον. Δεῦτε ἐν εὐλαβείᾳ εὐφημήσωμεν ὕμνοις, ἴασιν νοσημάτων ἐξαιτούμενοι πίστει. Οὕτως γάρ ἀνεδείχθη δοχεῖον τῆς χάριτος.

Συναξάριο Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ νέου

τοῦ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει (1967).

Αὐτός ὁ μακάριος καί νεοφανής φωστήρας τῆς Ἐκκλησίας καταγόταν ἀπό κάποιο χωριό τῆς Ἀχαΐας, τό ὁποῖο οἱ ὀρεινοί κάτοικοι τῆς Πελοποννήσου ὀνομάζουν Τουρλάδα. Γεννήθηκε τό 1891 ἀπό φτωχούς ἀλλά εὐσεβεστάτους γονεῖς, τόν Βασίλειο καί τήν Κωνσταντίνα Χαμακιώτη, λαβών κατά τό θεῖο βάπτισμα τό ὄνομα Γεώργιος.

Ἀπό τά νεανικά του χρόνια ἔδωσε δείγματα γιά τό τί ἐπρόκειτο νά γίνει. Ἐπεδείκνυε σεμνή ἠθική διαγωγή καί ἀσκοῦνταν στόν θεῖο φόβο. Νυχθημερόν προσευχόμενος πρός τόν Κύριον, ποθοῦσε τό μέγα λειτούργημα τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἔλαβε τό σχῆμα τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας τῶν μοναζόντων. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε δεκαπέντε ἐτῶν, πλήρης θείου ἔρωτος ἔφτασε στήν ἁγιώνυμη Λαύρα τῆς Ἀχαΐας, στήν ὁποία ἐμόναζε τότε καί ὁ ἀδελφός τοῦ πατέρα του, Χαρίτων Ἀναγνωστόπουλος. Ἐκεῖ μετά ἀπό ἑπταετῆ δοκιμασία καί ἐν συνεχείᾳ ἀφοῦ φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἄρτας, ἐκάρη μοναχός καί μετονομάστηκε Ἀθανάσιος. Τήν 14η τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου 1921 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί στό ἑξῆς ἔλαμψε ὡς λύχνος φαεινός πάνω στόν λυχνοστάτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου στήν ἁγιοτόκο μονή τῆς Λαύρας, διαχέοντας παντοῦ τό φῶς τῶν θείων ἀρετῶν καί διαπρέποντας ἐπί δεκαετίᾳ μέ τίς πράξεις του, τούς λόγους του καί μέ ὅλα του τά χαρίσματα.

Λόγῳ τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγείας του ἀναχώρησε γιά τήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἀφοῦ παρέμεινε σέ διάφορες περιοχές πλησίον τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, ὅπως στήν Ἀνάληψη, τήν Γλυφάδα, τήν Μάνδρα, ἐπεζήτησε τόν ἡσύχιο βίο τοῦ ἐφημερίου καί πρός τοῦτο δέχτηκε νά διοριστεῖ ὡς Ἐφημέριος κατά τό ἔτος 1936 στό περικαλλέστατο παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τῆς ἐπιλεγομένης Νεραντζιωτίσσης στήν τότε κωμόπολη τοῦ Ἀμαρουσίου. Ἐκεῖ ὡς ἄμεμπτος ἐξομολόγος καί ἀκάματος ἱερουργός ἄσκησε τά ἱερατικά του καθήκοντα καί κατέλιπε τίς πατρικές του παρακαταθῆκες στό ἀγαπημένο του ποίμνιο, τό ὁποῖο ἐδίδαξε καί καθοδήγησε μέ εἰλικρίνεια.

Τό ἔτος δέ 1963 ἀνοικοδόμησε ἐκ βάθρων μία παλαιά μονή εὑρισκομένη στήν Ροδόπολη Ἀττικῆς, τήν ὁποία μέ τήν χάρη τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης καθιέρωσε καί ἀνέδειξε ὡς γυναικεία μονή. Ἐκεῖ ὁ θεῖος Ἀθανάσιος ἀνεδείχθη ἐν σώματι ἄγγελος. Μέ κόπο καί ἱδρῶτα πολύ ἀφιερώθηκε στήν ἱερά μελέτη, ἕλκοντας πρός τό πρόσωπό του ὅλες τίς διψῶσες ψυχές καί καθοδηγώντας τις στήν κατά Χριστόν φιλοσοφία. Προσέφερε ἔτσι στήν ἁγία Ἐκκλησία πλείστους καρπούς, ὀρθοτομώντας τόν λόγο τῆς ἀληθείας.

Προέβαλλε σέ ὅλους τήν ἐλεημοσύνη, τήν ὁποία ὡς ἱεροπραξία τελοῦσε νυχθημερόν, ποριζόμενος καί ἐμπιστευόμενος τήν πενία του στό ρηθέν ὑπό τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, «πάρα πολύ μακάριος εἶναι ὁ εὐεργετῶν πολλούς φτωχούς· γιατί κατά τήν Κρίση θα βρει πολλούς συνηγόρους».

Μέ αὐτό τόν τρόπο διήγαγε τήν μακαρία του ζωή, ἀφήνοντας ὁσιακή μαρτυρία σέ ὅλους, ὅσοι προσέτρεχαν πρός αὐτόν, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τήν 17η μηνός Αὐγούστου 1967, παραδίδοντας τό πνεῦμα του στά χέρια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, πλήρης ἡμερῶν καί καλῶν ἔργων. Καθώς δέ τό θεῖο σκήνωμά του ἐτάφη στήν μονή πού ἵδρυσε ὁ ἴδιος, δέν σταμάτησαν ποτέ οἱ ἀνείκαστες ἐνδείξεις τῆς παρηγορίας, παρουσίας καί παρρησίας τοῦ ὁσίου Γέροντος, ἀφοῦ ἄρρητη εὐωδία ἐκχέεται ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα κατά τήν θεία ρήση τῶν Γραφῶν, ἡ ὁποία εὐφραίνει καί ἁγιάζει τούς εὐλαβῶς προσερχομένους στή εὐαγῆ μονή του. Πλουτίζοντας μέ θαύματα τήν πρός Κύριον μεσιτεία του, ἱλαρύνει τούς πιστούς καί μᾶς μυσταγωγεῖ καί μετά θάνατον εἰς λαμπρότητα βίου καί αἰώνια σωτηρία. Ὑπέρ λίαν ποθητός καί σεβάσμιος, καθώς καί συμπαθής καί ἐλεήμων πατέρας πρός τά τέκνα του ἀφοσιώθηκε στήν ἀκράδαντη διακονία Θεοῦ καί ἀνθρώπων.

Ταῖς τοῦ ὁσίου πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΜΑΚΙΩΤΗΣ

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει ἀσκήσας (1891-†1967)

Σέ κάθε ἐποχή, ἐπειδή «ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8),  ὁ Κύριος ἀναδεικνύει Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, παρηγορώντας τόν λαό Του καί στηρίζοντας μέ τίς εὐχές τους τήν οἰκουμένη.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. 1, 14-15) ἦταν καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Γέροντας τῆς Νερατζιωτίσσης (1891-1967). Ἄνθρωπος μέ σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Πλημμυρισμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στολισμένος μέ ὅλες τίς ἅγιες ἀρετές. Πρᾶος, ταπεινός, σεμνός, εἰρηνικός, ὑπομονετικός. Γνήσιος ποιμένας καί Πνευματικός πατέρας. Ἀληθινός ἀγωνιστής μέ πανθομολογουμένη ἁγία βιωτή.

Γεννήθηκε τό 1891 σ’ ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, τήν Τουρλάδα. Γόνος πτωχῆς ἀλλ’ εὐσεβοῦς πολυτέκνου οἰκογενείας, ἀπό μικρός ἀγάπησε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Τοῦ ἄρεσε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία νά ἐπισκέπτεται τά διάσπαρτα ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ του, ν’ ἀνάβει τά καντήλια καί νά προσεύχεται. Οἱ συγχωριανοί του τοῦ ἔλεγαν πώς θά γίνει παπάς καί συνεβούλευαν τά παιδιά τους νά μοιάσουν στόν Γιῶργο, μετέπειτα Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο.

Στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1906 ἄφησε τό χωριό του καί μέ τήν συγκατάθεση τῶν γονιῶν του ἀφιερώθηκε στό φημισμένο Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Λαύρας. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἐκάρη Μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἀθανάσιος. Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις, πού ἔδωσε κατά τήν κατανυκτική στιγμή τῆς κουρᾶς του, γιά ὑπακοή, παρθενία καί ἀκτημοσύνη συνοδεύονταν καί ἀπό τήν σταθερή ἀπόφασή του, νά σηκώσει μέ προθυμία τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη Του καί τήν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Τό 1916 ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Τιμόθεος, τόν χειροτόνησε διάκονο καί τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1926, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν, τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Χωρίς νά μειώσει καθόλου τόν πνευματικό του ἀγῶνα, γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἐπιτελεῖ τά ἱερατικά του καθήκοντα, προσφέροντας παράλληλα καί τίς ὑπηρεσίες του ὡς ἡγουμενοσυμβούλου τῆς Μονῆς.

Στίς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1930 χειροθετεῖται Πνευματικός, λαμβάνοντας καί τό καθιερωμένο «Ἐνταλτήριον Γράμμα». Ὡς ἐξομολόγος ἦταν ταυτόχρονα καί παιδαγωγός, φωτισμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Δεχόταν τούς πιστούς μέ καλοσύνη, ἀγάπη καί ἠρεμία. Τούς ἄκουγε μέ προσοχή καί τούς ἐνθάρρυνε νά ἀποκαλύψουν ὅλα ὅσα τούς βάρυναν. Τούς νουθετοῦσε μέ ὑπομονή καί τούς στήριζε στόν πνευματικό τους ἀγῶνα. Ποτέ δέν ἐπικαλέσθηκε τήν κούρασή του, τό προχωρημένο τῆς ὥρας ἤ τό πλῆθος ἐκείνων πού ἀνέμεναν τήν σειρά τους νά ἐξομολογηθοῦν. «Συνδύαζε ὁ Γέροντας τό γλυκύ μέ τό αὐστηρό, τό ταπεινό μέ τό ἡγεμονικό, τό μοναχικό μέ τό κοινωνικό, τήν ἁπλότητα μέ τήν σοφία. Κοντά του ἔνιωθες ἄνετα, ἀλλά συγχρόνως ἡ παρουσία του ἦταν μιά ζῶσα ἐπιταγή νά ἀνέβεις ψηλά, προκειμένου νά τόν συναντήσεις. Ὑπῆρξε ὁ αὐστηρός εἰς τόν ἑαυτό του ἱερομόναχος πού συνάμα λειτουργοῦσε ὡς στοργικός πατέρας». Ἀνάμεσα στούς ἐξομολογουμένους περιλαμβάνονταν σημαντικές προσωπικότητες τῶν γραμμάτων, τῆς πολιτικῆς, τοῦ Ἱεροῦ κλήρου, καθώς καί φημισμένοι Γέροντες, ὅπως οἱ Φιλόθεος Ζερβάκος, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς κ.ἄ, ἀλλά καί κάποιοι Μητροπολίτες.

Ἔπειτα ἀπό εἴκοσι πέντε χρόνια διακονίας στή Μονή τῆς  μετανοίας του, στήν Ἁγία Λαύρα, ἀναγκάζεται γιά λόγους ὑγείας (προσεβλήθη ἀπό πλευρίτιδα) νά ἔλθει στήν Ἀθήνα, ἀναζητώντας καλύτερο κλίμα. Γιά μερικούς μῆνες προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στό Ναό  τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, στόν Βύρωνα. Ἐδῶ γνωρίζεται μέ τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, μέ τόν ὁποῖο συνδέεται πνευματικά. Τό Φεβρουάριο τοῦ 1933, τοποθετεῖται στό Βιλλιαρί, κοντά στήν Μάνδρα Ἀττικῆς στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ὑπηρετεῖ γιά τρία χρόνια.  Ἔχοντας πιά θεραπευθεῖ ἀπό τήν βρογχοπνευμονία, ἐπιδόθηκε μέ ἔνθεο ζῆλο στά λειτουργικά, κηρυκτικά καί ἐξομολογητικά του καθήκοντα. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1936, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Ἰάκωβος τόν τοποθετεῖ ὡς ἐφημέριο στό μικρό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης τοῦ Ἀμαρουσίου, χτισμένο στά τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος, τό ὁποῖο ἀνήκει στό Ταμεῖο Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος. Ἐκεῖ ὑπηρετεῖ  ἐπί εἴκοσι ἑπτά συνεχῆ ἔτη.

Mέ τήν τοποθέτησή του στή Νερατζιώτισσα ἀρχίζει ἡ πιό δημιουργική περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου. Τελοῦσε μέ εὐλάβεια ὅλες τίς Ἀκολουθίες καί πολύ συχνά τήν Θεία Λειτουργία. Δέν παρέλειπε νά προσεύχεται ἐκτενῶς καί στό κελί του, ἕνα μικρό χῶρο δίπλα στό Παρεκκλήσιο. Νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες. Νά νηστεύει καί νά ἀγρυπνεῖ. Νά φροντίζει μέ τήν βοήθεια τῶν πιστῶν γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ καί τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἔδειχνε γιά τή σωστή προετοιμασία τῆς πανηγύρεως, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο κάθε χρόνο στίς 8 Σεπτεμβρίου, μνήμη τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Νερατζιώτισσα.

Βίωνε «ψυχῇ τε καί καρδίᾳ» καί μετέδιδε στούς πιστούς τά βιώματά του, τόσο κατά τίς μυσταγωγικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης  Ἑβδομάδος, ὅσο καί κατά τήν νύκτα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως. Ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς του εἶναι τώρα ἡ Θεία Λειτουργία. Αὐτή  «ὑπῆρξεν ἡ σκέψις του, ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του, τό εἶναι του, ὑπῆρξε τό πᾶν δι΄αὐτόν… Μεταρσιώνετο κυριολεκτικά ὅταν λειτουργοῦσε». Προηγουμένως ἔκανε τήν ἀπαιτούμενη προετοιμασία μέ μελέτη, νηστεία καί προσευχή. Στήν Προσκομιδή διάβαζε ἀμέτρητα ὀνόματα ζώντων καί τεθνεώτων. Τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία κατανυκτικά, σύντομα, χωρίς ὅμως νά παραλείπεται τίποτα. Ὁ ἵδιος γεμάτος ἱεροπρέπεια, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, μέ ταπεινό βλέμμα ἔδινε σέ ὅλα τόν τόνο, ἐνῶ ἡ φωνή του «φαινόταν ἡ πιό ὡραία τοῦ κόσμου…γιατί ἦταν ἡ φωνή πού ἔβγαινε ἀπό καρδιά πού ἀγαποῦσε πολύ  τόν  Χριστό».

Ἔχοντας ἐμπνεύσει στούς ἐκκλησιαζομένους τήν τάξη, τήν εὐπρέπεια καί τήν εὐλαβική συμμετοχή, τούς δίδασκε ὅτι δέν πρέπει ποτέ νά χάνει κανείς τή Θεία Λειτουργία «γιά ἐκδρομή, ταξίδι, ἐργασία, μαθήματα κ.λπ. Δέν τό δεχόταν μέ τίποτα καί ἦταν ἀπόλυτος». Ὡς ἔμπειρος πνευματικός, ἀληθινός ποιμένας λογικῶν προβάτων, τά ὁδηγοῦσε στή γνήσια θεογνωσία, τήν στενή καί τεθλιμμένη πύλη, τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν μετάνοια καί σωτηρία. Πρώτιστο μέλημα τῆς ποιμαντικῆς του ἀποστολῆς θεωροῦσε τό νά πλησιάζει, νά στηρίζει καί νά φέρνει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ ὅσους εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τούς ταλαιπωροῦσε ἡ ἀμφιβολία τῆς πίστεως, ἡ ἄρνηση, ἡ αἵρεση, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἁμαρτία. Νοιάζονταν γιά ὅλους αὐτούς ἀλλά καί γιά ἐκείνους πού ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί ἐξομολογοῦνταν στό πετραχήλι του. Ὁ λόγος του ἦταν ἀπαύγασμα τῆς ἀρετῆς του καί ἐπιδροῦσε ἄμεσα στούς ἀκροατές. Ἤξεραν ὅλοι ὅτι ἐφάρμοζε στήν ζωή του τό «ὁ ποιήσας καί διδάξας». Ἔτσι, ἄν τούς μιλοῦσε γιά ἐλεημοσύνη, γνώριζαν πόσο αὐτός πρῶτος ἐλεοῦσε. Ἄν τούς ἔλεγε γιά μετάνοια, κανείς δέν ἀμφέβαλε ὅτι ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν διά βίου νά ζεῖ ἐν μετανοίᾳ. Ἄν τούς παρότρυνε νά νηστεύουν, νά προσεύχονται, νά κοινωνοῦν, τόν ἔβλεπαν καί κατανοοῦσαν ὅτι ὁ ἴδιος πρῶτος μετέχει σ’αὐτά.

Πλήν τῶν ἄλλων ἀρετῶν του, ὑπῆρξε ἄνθρωπος προσευχῆς. Χωρίς αὐτή δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ὑπόδειγμα βίου καί ἱερουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Εἶχε διαρκῶς στά χείλη καί τήν καρδιά  του εἴτε τήν μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ εἴτε τό «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου δόξα σοι».  Αὐτό δίδασκε νά κάνουν καί τά πνευματικά του τέκνα λέγοντας ὅτι ἡ προσευχή εἶναι το καταφύγιο τοῦ χριστιανοῦ. Τόνιζε ὅτι προϋπόθεση γιά νά εἰσακούονται οἱ προσευχές μας εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ μεγίστη τῶν ἀρετῶν, ἡ βάση καί τό κορύφωμά τους. Ὑπῆρξε, ὅμως, καί ἄνθρωπος τῶν καλῶν ἔργων. Ἐνδιαφερόταν ζωηρά καί ἔμπρακτα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν βιοτικῶν προβλημάτων κάθε προσώπου πού τόν πλησίαζε, σε ἐποχή πού ὑπῆρχαν πολλές δυσκολίες καί προβλήματα. Μεριμνοῦσε ἰδιαίτερα μέ διάκριση γιά τούς νέους καί τίς νέες, βοηθώντας τους νά βροῦν ἐργασία, νά μάθουν μιά τέχνη, νά σπουδάσουν. Δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του, προκειμένου νά φανεῖ χρήσιμος στούς ἄλλους.  Τό κύριο γνώρισμα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ἡ λιτότητα. Οὐδέποτε στή ζωή του ἐπεθύμησε ἤ ἐπεδίωξε νά ἀποκτήσει τίποτα, πέρα ἀπό τά ἀπολύτως στοιχειώδη. Συχνά προσευχόταν «Κύριε, ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν ὄρεξιν τοῦ πλουτισμοῦ. Ἀποδίωξε ἀπ’ ἐμοῦ τήν φλογεράν δίψαν τῆς φιλαργυρίας». Ἔτσι, ἐνῶ κοιμᾶμαι φτωχός, ὅπως ἔλεγε, ξυπνῶ πλούσιος.

Ἡ ἁγάπη πρός τό ποίμνιό του δέν εἶχε ὅρια, ἀλλά πάντοτε μέ μεγάλη διακριτικότητα. Ἤθελε νά εἶναι βέβαιος ὅτι βοηθοῦσε τούς ἔχοντες πραγματική ἀνάγκη. Ὅμως, ὄχι σπάνια «ἡ καλοσύνη του ὑπερίσχυε τῆς λογικῆς» καί μερικοί ἐπιτήδειοι κατάφερναν νά ἐκμεταλλεύονται τήν ἄδολη ἀγάπη του. Ἐπεστράτευε ὅσους ἀπό τά πνευματικά του τέκνα μποροῦσαν νά βοηθήσουν μέ ποικίλους τρόπους. Νά προσφέρουν χρήματα ἤ τρόφιμα ἤ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσαν, νά τά μεταφέρουν στούς ἐμπερίστατους, νά ἐπισκέπτονται ἀρρώστους ἤ φυλακισμένους, νά ἀνακαλύπτουν ἐγκαταλελειμμένους γέροντες φτωχούς. Τό καθῆκον τῆς φιλοξενίας δίδασκε ὄχι μόνο μέ τό παράδειγμα, ἀλλά  καί μέ τήν νουθεσία σέ ὅλα τά πνευματικά του παιδιά, ἐνῶ μία ἀπό τίς τελευταῖες ὑποθῆκες του πρός τίς μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού ἵδρυσε ἦταν ἡ ἄσκηση τῆς φιλοξενίας.

Σέ ἡλικία 65 ἐτῶν, τό 1956, θέλησε νά ἱκανοποιήσει μία παλαιά ἐπιθυμία του. Παρεκάλεσε τόν φίλο του Ἀρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο Ζερβάκο, ἡγούμενο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου, νά τελέσει τήν κουρά του σέ μεγαλόσχημο μοναχό. Ἡ Ἀκολουθία ἐτελέσθη στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης καί ὁ π. Ἀθανάσιος «χάρηκε ἀφάνταστα γιά τήν μοναχική αὐτή ἀναβάθμιση».

Ἡ μετά τό 1958 γρήγορη ἀνοικοδόμηση τῆς περιοχῆς ἀνάγκασε τόν Γέροντα νά ἀναζητήσει νέο τόπο ἡσυχίας. Ὕστερα ἀπό ἀναζήτηση ὀκτώ ἐτῶν καί ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου ἀρχιδιακόνου Λαυρεντίου, ἀγόρασαν ἀπό ὁμάδα παλαιοημερολογιτῶν μικρό Ναό μέ δύο κελιά στήν Ροδόπολη Σταμάτας καί τό 1961 νομότυπα συνέστησε Ἡσυχαστήριο, στό ὁποῖο ἐγκατέστησε στήν συνέχεια τήν πρώτη ἡγουμένη Μακρίνα μέ τήν συνοδεία της. Ἀμέσως ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση νέου Ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ, πρός τιμήν τῆς Παναγίας Φανερωμένης.

Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1963, ὁ Γέροντας ἔχοντας βρεῖ κατάλληλο  ἀντικαταστάτη ἐφημέριο τελεῖ τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία στή Νερατζιώτισσα καί ἀποχαιρετᾶ  μέ δάκρυα τό ἀγαπημένο του ποίμνιο.   Ἔτσι ξεκινᾶ τό τελευταῖο ἡσυχαστικό στάδιο τῆς ἐπιγείου  ζωῆς του, στό Ἡσυχαστήριο. Ἀπό τά τέλη τοῦ 1966 ὁ π. Ἀθανάσιος ἄρχισε νά ἔχει θεῖα μηνύματα ὅτι ἐγγίζει τό ἐπίγειο τέλος του. Ὄντας ἤδη 86 ἐτῶν, οἱ σωματικές του δυνάμεις ἄρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν. Ὑπέφερε πολλά χρόνια ἀπό διάφορες ἀσθένειες, οὐδέποτε ὅμως παραπονιόταν.

Στίς ἀρχές Μαῒου 1967, ἔχοντας μέ τό προορατικό του χάρισμα τήν πληροφορία ὅτι τό τέλος ἐγγίζει, ζήτησε νά δεῖ «πρῶτα τόν Πνευματικό καί μετά τόν γιατρό». Στίς 22 Μαῒου 1967, ἔχοντας προσβληθεῖ ἀπό τήν νόσο τοῦ Πάρκινσον καί οὐρολοίμωξη, εἰσάγεται στόν «Εὐαγγελισμό». Τό νέο μαθαίνεται γρήγορα καί πολλοί τόν ἐπισκέπτονται ζητώντας τήν εὐλογία του. Τούς δέχεται ὅλους, τούς νουθετεῖ καί τούς εὐλογεῖ. Ὑπόσχεται στίς μοναχές του πώς, ἄν βρεῖ παρρησία στό Θεό, «θά πρεσβεύει πολύ γιά τό μοναστηράκι καί δέν θά τούς λείψει τίποτα».

Τά ξημερώματα τῆς 17ης Αὐγούστου 1967, παρέδωσε τήν Ἁγία ψυχή του ἀπό πνευμονικό οἴδημα. Τό σκήνωμά του ἐξετέθη σέ λαϊκό προσκύνημα στό Ἡσυχαστήριο τῆς Παναγίας Φανερωμένης στή Ροδόπολη. Τό βράδυ τῆς 18ης  Αὐγούστου, ἐτελέσθη Ἀγρυπνία καί ἐν συνεχείᾳ ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, στήν ὁποία προέστησαν οἱ Μητροπολίτες Ἀττικῆς Ἰάκωβος, Πειραιῶς Χρυσόστομος καί Ὕδρας Ἱερόθεος, μέ τήν συμμετοχή δεκάδων πρεσβυτέρων καί διακόνων καθώς  καί πλήθους πιστῶν. Τό σκήνωμά του «ζεστό καί εὔκαμπτο»  μετά ἀπό τόσες ὧρες, ἐναποτέθηκε στόν τάφο δίπλα στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου.

Στίς 23 Ὀκτωβρίου 2014, 47 χρόνια μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Κύριλλος τέλεσε τή Θεία Λειτουργία στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἀργολίδος κ. Νεκτάριο καί τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἐπιδαύρου κ. Καλλίνικο. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μέ πολύ συγκίνηση ὁ Σεβασμιώτατος κ. Κύριλλος πῆρε στά χέρια του τήν τιμία κάρα καί εὐλόγησε τούς παρισταμένους. Τά ἱερά λείψανα ἑτοιμάστηκαν ἀπό τούς Πατέρες καί μετεφέρθησαν στό Καθολικό καί ἐν συνεχείᾳ στό κελί τοῦ Γέροντα. Ὕστερα ἀπό λίγες ὧρες ἔγινε αἰσθητή ἡ παρουσία του. Μιά γλυκειά εὐωδία πλυμμύρισε τό κελί του καί ὅλο τό χῶρο τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Αὐτή ἡ ἔντονη εὐωδία ἐξακολουθεῖ νά ἐμφανίζεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν  μέχρι σήμερα, ὅπως πολλοί κληρικοί καί λαϊκοί βεβαιώνουν. Δέν ἀπομένει πλέον παρά ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ, μέ ἀφορμή τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῡ Γέροντος τῆς Νερατζιωτίσσης, ἀφιέρωσε εὐλαβικά τό ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ τσέπης 2017,  στόν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, μέ τήν εὐχή ὁ ἅγιος Γέροντας νά πρεσβεύει καί νά μεσιτεύει στόν Κύριό μας καί στήν Παναγία Μητέρα Του γιά τό Ἡσυχαστήριο, τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Μητροπόλεώς μας.

Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν προεδρία τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου, κατά τήν Συνεδρία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2023, ἀποφάσισε τήν κατάταξη ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου (Χαμακιώτου), ἱδρυτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Φανερωμένης Ροδοπόλεως Ἀττικῆς καί ἐφημερίου ἐπί πολλά ἔτη τοῦ ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Νεραντζιωτίσσης Ἀμαρουσίου.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας ἀγάλλεται καί χαίρει εἰς τήν ἀκοήν τῆς ἀνωτέρω Ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης αὐτοῦ ὁρίστηκε τήν 17ην  Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοιμήσεως, καί τήν 23ην Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων.

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ