Η αναζήτηση της γνώσης, αντίδοτο στην κρίση

Τα Λαϊκά Πανεπιστήμια, ως μέσο υλοποίησης της “δια βίου μάθησης”.

Του Ανδρέα Θεοδωρακόπουλου *

Η αναζήτηση της γνώσης, αντίδοτο στην κρίση.
Πάντα να πολεμάς και να αντιστέκεσαι
Κι ας μένεις μόνος.
Μονάχος-έρημος-γαλήνιος
Να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου.
Ι.Π. Κουτσοχέρας « Άνθρωποι για τα δίκαια του ανθρώπου ορθωθείτε»

Τα Λαϊκά Πανεπιστήμια είναι εκπαιδευτικοί οργανισμοί που εφαρμόζουν προγράμματα διά βίου μάθησης, με μαθήματα και διαλέξεις επιστημόνων, σε εκλαϊκευμένο ύφος και απλή γλώσσα. Ιδρύονται συνήθως από συλλόγους, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Δήμους ή Κοινότητες και τοπικούς φορείς, αστικές ή ιδιωτικές εταιρίες και γενικά κάθε συλλογική ή ατομική πρωτοβουλία. Τα Λαϊκά Πανεπιστήμια απευθύνονται κυρίως σε ενήλικες, ενώ τα δίδακτρα τους είναι εξαιρετικά χαμηλά, για την οικονομική διευκόλυνση των συμμετεχόντων. Μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων χορηγείται σχετική βεβαίωση παρακολούθησης σεμιναρίων.

Τα Λαϊκά Πανεπιστήμια αποτελούν ουσιαστικά την σύγχρονη μορφή υλοποίησης της διά βίου μάθησης και της διάχυσης της γνώσης στις ευρύτερες κοινωνικές μάζες. Πρόκειται για ένα αίτημα πανάρχαιο και πανανθρώπινο, η ικανοποίηση του οποίου συνιστούσε βασικό παράγοντα ατομικής και συλλογικής προόδου, για κάθε έθνος, σε κάθε εποχή. Η επιστημονική γνώση πρέπει να εκλαϊκεύεται και να μεταδίδεται στους ανθρώπους όλων των κοινωνικών στρωμάτων, βοηθώντας τους όχι μόνο να βελτιωθούν ως άτομα αλλά και να λύσουν πρακτικά προβλήματα της ζωής τους. Μια τέτοια διαδικασία αποδεικνύεται πάντα τόσο ωφέλιμη όσο και δίκαιη. Δεν είναι σωστό η επιστημονική γνώση να παραμένει προνόμιο μιας ελίτ η οποία προκύπτει είτε βάσει εξαιρετικά ψυχοφθόρων εξετάσεων είτε βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, όπως στις περιπτώσεις υψηλών διδάκτρων.

Τα πρώτα δείγματα διαδικασιών διά βίου μάθησης θα πρέπει να αναζητηθούν στην αρχαία Ελλάδα. Η αθηναϊκή πολιτεία του 5ου π.Χ αιώνα, με τους προοδευτικούς θεσμούς και νόμους της, αποτελούσε από μόνη της μια πρώιμη, μορφή λαϊκού πανεπιστημίου. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ο Περικλής, στον περίφημο «Επιτάφιο» του, αποκαλεί την πόλη του «πᾶσαν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν». Οι συζητήσεις και η ανταλλαγή πληροφοριών στην Εκκλησία του Δήμου, την Αγορά ή τον Άρειο Πάγο, καθιστούσαν τους Αθηναίους κοινωνούς μιας πληθώρας γνώσεων αλλά και της τέχνης του διαλόγου. Οι δε διάφορες φιλοσοφικές σχολές που ιδρύθηκαν στην Αθήνα, αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα διά βίου μάθησης στην αρχαιότητα, καθώς η συμμετοχή του οποιουδήποτε πολίτη σε αυτές ήταν εντελώς ελεύθερη και ανεμπόδιστη.

Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονείται και ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του θεάτρου. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου το ότι χρησιμοποιούμε συχνά την φράση «το έργο διδάχθηκε» αντί «το έργο ανεβάστηκε», όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παράσταση αρχαίας τραγωδίας ή κωμωδίας.

Η ιδέα της δια βίου μάθησης θα εγκαταλειφθεί στους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Μεσαίωνα. Κατά τις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, οι γνώση θεωρήθηκε προνόμιο της αριστοκρατίας και του ανώτερου κλήρου, με τις λαϊκές μάζες να βυθίζονται στην άγνοια, την δεισιδαιμονία και τον αναλφαβητισμό. Οι συνθήκες αυτές περιγράφονται πολύ παραστατικά στο περίφημο μυθιστόρημα «Το Όνομα του Ρόδου», του Ιταλού συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο. Πρόκειται για μια ιστορία γύρω από μυστικά βιβλία, κλειδωμένα σε κρυφές βιβλιοθήκες μοναστηριών, το περιεχόμενο των οποίων είχε θεωρηθεί «απαγορευμένη γνώση» από την τότε ηγεσία του κλήρου.

Το αίτημα για παροχή εκπαίδευσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα επανήλθε δυναμικά τον 18o αιώνα με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση, η οποία ξέσπασε το 1789. Τρία χρόνια μετά, δημοσιεύθηκε η «Αναφορά στην Γενική Οργάνωση της Δημόσιας Παιδείας», του Γάλλου μαρκήσιου Νικολά ντε Κοντορσέ, ο οποίος υπήρξε μαθηματικός, φιλόσοφος και ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους διαφωτιστές. Το συγκεκριμένο έργο του επηρέασε καθοριστικά την σκέψη όσων υπήρξαν πρωτοπόροι στην σύσταση Λαϊκών Πανεπιστημίων και οργανισμών δια βίου μάθησης. Ο 19ος αιώνας, που ακολούθησε την Γαλλική Επανάσταση, θα αποτελούσε την «χρυσή εποχή» των εκπαιδευτικών αυτών ιδρυμάτων.

Θεμελιωτής των Λαϊκών Πανεπιστημίων, με την μορφή που έχουν σήμερα, θεωρείται ο Δανός Λουθηρανός πάστορας Nikolai Frederik Severin Grundtvig (1783-1872), ο οποίος ήταν επίσης δάσκαλος, λογοτέχνης, φιλόσοφος και ιστορικός. Πάνω στις ιδέες του βασίζεται η οργάνωση και η λειτουργία όλων των ιδρυμάτων δια βίου μάθησης που λειτουργούν στις μέρες μας. Ένας τέτοιος εκπαιδευτικός οργανισμός ιδρύθηκε για πρώτη φορά στην Δανία το 1844, με πρωτοβουλία του δάσκαλου Christen Mikkelsen Kold, ο οποίος υπήρξε υποστηρικτής του Grundtvig. Μέχρι το 1867 είχαν ανοίξει 21 παρόμοια ιδρύματα σε όλη την χώρα, ενώ σήμερα ο αριθμός τους φθάνει περίπου τα 70.

Το 1864, ιδρύθηκε στο Χαμάρ της Νορβηγίας το πρώτο Ανοικτό λαϊκό σχολείο της χώρας. Το 1866, ο δημοσιογράφος Ζαν Μασέ συνέστησε στην Γαλλία την «Ένωση Διδασκαλίας» (Ligue de l’enseignement), με σκοπό την προώθηση της δημόσιας, ελεύθερης, κοσμικής και υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η λειτουργία της διακόπηκε προσωρινά το 1942, κατά την διάρκεια της κατοχής από τους Ναζί, αλλά επανιδρύθηκε το 1945 και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Παράλληλα, εντός των εργατικών συνδικάτων της Γαλλίας, λειτουργούσαν κύκλοι Ανοικτής εκπαίδευσης, όπου το προσωπικό των εργοστασίων μπορούσε να επιμορφωθεί, με γνώμονα την προάσπιση των συμφερόντων του και την αλληλοβοήθεια των μελών του.

Το 1868 οργανώθηκε το πρώτο λαϊκό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Σουηδίας, το οποίο προοριζόταν μόνο για άνδρες. Δύο χρόνια όμως αργότερα ξεκίνησε να λειτουργεί και ένα αντίστοιχο για γυναίκες. Ακολούθησε η Φινλανδία, όπου το 1889, η παιδαγωγός Σοφία Χάγκμαν ίδρυσε την πρώτη Ανοικτή σχολή της χώρας, η οποία έδινε βάρος στην εκπαίδευση των γυναικών σε διάφορα επαγγέλματα χειροτεχνίας. Ο θεσμός καθυστέρησε πολύ να εμφανιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, καθώς μόλις από το 1925 άρχισαν να λειτουργούν εκεί διάφοροι Ανοικτοί οργανισμοί διά βίου μάθησης.
Στην Ελλάδα, το πρώτο συστηματικά οργανωμένο Λαϊκό Πανεπιστήμιο, ιδρύθηκε το 1865, από την «Εταιρεία Φίλων του Λαού».

Η συγκεκριμένη επιμορφωτική οργάνωση είχε θέσει ως σκοπό της την επιμόρφωση και την καλλιέργεια των Ελλήνων, με πρωτεργάτες αρκετές σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο μετέπειτα πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ο διπλωμάτης και βουλευτής Νικόλαος Μαυροκορδάτος και ο πολιτικός και συγγραφέας Άγγελος Βλάχος. Το Λαϊκό Πανεπιστήμιο της «Εταιρείας Φίλων του Λαού» εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα στην Αθήνα, όντας με διαφορά το μακροβιότερο σε όλη την Ελλάδα.

Ακολούθησαν κι άλλες ανάλογες προσπάθειες από συλλογικούς φορείς ή ατομικές πρωτοβουλίες, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Οι πόλεμοι στους οποίους συμμετείχε η Ελλάδα και η συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε τον πολιτικό της βίο δεν ευνοούσαν τέτοιου είδους εγχειρήματα. Η ιδέα για ίδρυση Λαϊκών Πανεπιστημίων αναβίωσε μετά την πτώση της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, το 1974 και την επιστροφή της χώρας στην πολιτική ομαλότητα, ύστερα από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το 1976, δυο χρόνια πριν εκλεγεί δήμαρχος του Δήμου Υμηττού, ο Ανδρέας Λεντάκης έθεσε τα θεμέλια του Ελεύθερου Ανοικτού Πανεπιστημίου στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού, μια πολιτιστική οργάνωση με πλούσια δραστηριότητα εκείνη την εποχή. Το εγχείρημα αυτό στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία. Το Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο του Υμηττού συγκέντρωνε σπουδαστές από όλη την Αττική, ενώ αποτέλεσε την αφετηρία για την σύσταση ανάλογων εκπαιδευτικών οργανισμών και σε άλλα σημεία της Ελλάδας.

Η αρχή πλέον είχε γίνει και ο δρόμος είχε πια ανοίξει. Σταδιακά άρχισαν να ιδρύονται Λαϊκά Πανεπιστήμια σε ολοένα περισσότερες πόλεις της Ελλάδας. Τελικά, ο θεσμός εξαπλώθηκε ουσιαστικά σε κάθε σχεδόν περιοχή της χώρας. Εκτός από την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και διάφορους δήμους της Αττικής, Λαϊκά Πανεπιστήμια λειτουργούν σήμερα σε Πάτρα, Ρέθυμνο Χανιά, Ελευσίνα, Βόλο, Λάρισα, Τρίκαλα, Αλεξανδρούπολη, Άρτα, Έδεσα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Χίο, Κω, και αλλού. Η επιτυχία του θεσμού δεν ήταν φυσικά τυχαία. Διανύουμε μια εποχή αποπνευματοποίησης, αποθέωσης του ωφελιμισμού και περιορισμού των λαμβανόμενων γνώσεων στις απολύτως χρηστικές. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι οδηγούνται σχεδόν αναπόφευκτα σε ψυχολογικό κενό και σε απονοηματοδότηση της ζωής.

Ο κόσμος αναζητά – συνειδητά ή ασυνείδητα – την χαμένη χαρά της μάθησης και των ανθρωπιστικών αξιών.
Αυτήν την ανάγκη της κοινωνίας για αναζήτηση γνώσεων και αξιών ήρθαν να εξυπηρετήσουν τα Λαϊκά Πανεπιστήμια. Μια ανάγκη που παραμένει ακόρεστη, ανοίγοντας τον δρόμο για ευρύτερη εξάπλωση του θεσμού.

Ο βασικός στόχος των Λαϊκών Πανεπιστημίων δεν είναι η επαγγελματική κατάρτιση των φοιτητών τους, αλλά η βελτίωσή τους ως άτομα και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Μέσα από τα μαθήματα, οι σπουδαστές εξοικειώνονται με έναν τρόπο σκέψης και ανάλυσης, ο οποίος τελικά τους δίνει τα εφόδια να βρουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα που τους απασχολούν αλλά και να επιλύσουν διάφορα πρακτικά προβλήματα της ζωής τους. Παράλληλα, μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες των Ανοιχτών Πανεπιστημίων, το άτομο επανασυνδέεται με τον συνάνθρωπό του, μοιράζεται απόψεις και συναισθήματα μαζί του και ανακαλύπτει ξανά την αξία του «ανήκειν».

Τέλος δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι τα Λαϊκά Πανεπιστήμια συνεχίζουν ουσιαστικά μια πανάρχαια παράδοση: την αποσύνδεση της αξίας της γνώσης από την χρηστικότητά της και την διάχυσή της σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σίγουρα, οι αρχαίοι Έλληνες δεν υπήρξαν οι πρωτοπόροι σε όλες τις επιστήμες.

Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, είχαν ασχοληθεί με τα μαθηματικά πολύ πριν από αυτούς. Υπήρχε όμως μια βασική διαφορά. Οι Αιγύπτιοι ανέπτυξαν τα μαθηματικά για πρακτικούς λόγους, όπως το να καθορίζουν τα όρια των χωραφιών, τα οποία εξαφανίζονταν κάθε φορά που τα πλημμύριζε ο Νείλος. Οι Έλληνες ασχολήθηκαν και ανέπτυξαν τα μαθηματικά μόνο και μόνο για την χαρά της γνώσης, για την ικανοποίηση αυτής της περιέργειας που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από όλα τα άλλα πλάσματα.

Επίσης, ενώ στην Αίγυπτο οι διάφορες επιστήμες παρέμεναν ερμητικά κλειστές για τις μάζες, στην αρχαία Ελλάδα καμία αριστοκρατική ελίτ δεν εμπόδισε ποτέ, ακόμα και τον πιο φτωχό πολίτη να αποκτήσει πρόσβαση σε κάθε είδους γνώση. Δεν υπήρξε ποτέ ο φόβος για την εξέλιξη του άβουλου χειρώνακτα σε σκεπτόμενο άτομο και του σκεπτόμενου ατόμου σε πολιτικό ον.

* Ο Α.Θεοδωρακόπουλος είναι καθηγητής, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας. Επίσης είναι συνιδρυτής του Ελεύθερου Λαϊκού Πανεπιστημίου EXELIXIS 6. Ακόμη, είναι δημότης Ωρωπού και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Ωρωπού.

Πηγή: zougla.gr

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ