Η συγκινητική εξομολόγηση του π.Χρυσοβαλάντη μετά την περιπέτειά του στο Αττικό Νοσοκομείο λόγω κορωνοϊού!

Διαβάστε τι γράφει ο Προϊστάμενος του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αγίου Στεφάνου. 

Πέντε μέρες στο Αττικό νοσοκομείο

«Πρᾶ­ξις γὰρ θε­ω­ρί­ας ἐ­πι­βα­σις[1]», γρά­φει ὁ Θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ρι­ος στὸ τέ­λος τοῦ εἰ­κο­στοῦ λό­γου του «πε­ρὶ δόγ­μα­τος καὶ κα­τα­στά­σε­ως ἐ­πι­σκό­πων», ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῆς ἀ­λη­θοῦς θε­ο­λο­γί­ας.

Πράγ­μα­τι, ἀ­να­λο­γι­κῶς ἔτ­σι συμ­βαί­νει καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τῆς ζω­ῆς μας, ὅ­ταν βέ­βαι­α ἔ­χεις τὰ ἀ­νά­λο­γα «μά­τι­α» γι­ὰ νὰ τὴν ἀν­τι­κρύ­σεις καὶ δὲν κρύ­βε­σαι, γι­ὰ νὰ μι­λή­σου­με ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἄ­γνοι­α τῆς Γρα­φῆς, ποὺ σὲ ὀ­δη­γεῖ σὲ ζη­λω­τι­κὴ ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῶν ἰ­δε­ῶν καὶ ἀ­πό­ψε­ών σου, ἐ­πεν­δε­δυ­μέ­νες μὲ ἄρ­ρω­στη «πνευ­μα­τι­κό­τη­τα» ἐν   ὀ­νό­μα­τι τοῦ Χρι­στοῦ.

Τὰ τε­λευ­ταῖ­α δύ­ο χρό­νι­α ὁ πλα­νή­της ὀ­λά­κε­ρος βα­σα­νί­ζε­ται ψυ­χο­σω­μα­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νει­α αὐ­τὴ τοῦ κο­ρο­νο­ϊ­οῦ, τοῦ sars covid-19. Ἀ­κού­σα­με, δι­α­βά­σα­με, μπερ­δευ­τή­κα­με τό­σο ὅσο πο­τέ στὸ ἄ­με­σο πα­ρελ­θόν. Ἡ λέ­ξη δι­χο­γνω­μί­α εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὶς τό­σες πολ­λὲς ἀλ­λὰ καὶ ἀν­τι­κρου­ό­με­νες γνώ­μες ἀ­πὸ τὸν πι­ὸ ἁ­πλὸ πο­λί­τη, ἕ­ως τοὺς γι­α­τρούς, τοὺς κλη­ρι­κούς, τοὺς μο­να­χούς κ.τ.λ.

Τὰ φάρ­μα­κα, τὰ ἐμ­βό­λι­α, οἱ γι­α­τροὶ καὶ νο­ση­λευ­τὲς «ἐν­δύ­θη­καν» με­τα­φυ­σι­κὲς στο­λὲς ποὺ οὔ­τε οἱ ἴ­δι­οι δὲν μπο­ροῦ­σαν οὔ­τε νὰ φαν­τα­στοῦν, οὔ­τε καὶ νὰ ἀν­τέ­ξουν.

Κι ὅ­λα αὐ­τά; Θε­ω­ρί­α! Θε­ω­ρί­α, θε­ω­ρί­α, θε­ω­ρί­α. Ἀλ­λὰ εἴ­πα­με· «πρᾶ­ξιςθε­ω­ρί­ας ­πίβα­σις»! Ἔτ­σι, μὲ προ­τρο­πὴ δύ­ο-τρι­ῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­φά­σι­σα νᾶ γρά­ψω χω­ρὶς προ­σθῆ­κες προ­σω­πι­κῶν ἀ­πό­ψε­ων, εἴ­τε ἐ­πη­ρε­α­σμὸ ἀ­πὸ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε καὶ ὁ,τι­δή­πο­τε, πὼς ἐ­γὼ ὁ ἴ­δι­ος ἔ­ζη­σα πέν­τε μέ­ρες στὸ Ἀτ­τι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο, «χτυ­πη­μέ­νος» ἀ­πὸ τον κο­ρο­νο­ϊ­ό.

Γνω­ρί­ζω βε­βαί­ως πο­λὺ κα­λά ἢ κα­λύ­τε­ρα ἀ­γω­νί­ζο­μαι νὰ μά­θω, ἐ­πι­τρέψ­τε μου, καὶ λό­γῳ τῶν πο­λυ­χρό­νι­ων σπου­δῶν μου, τὶ ση­μαί­νει στὸ θε­ο­λο­γι­κὸ λό­γο ἀ­σθέ­νει­α, ἁ­μαρ­τί­α, ψυ­χή, σῶ­μα, θε­ρα­πεί­α, ἰ­α­τρι­κή καὶ ὅ­λα τὰ συ­να­φῆ, με­λε­τῶν­τας εἰς βά­θος τὰ τῆς πα­τε­ρι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας. Ἄ­ρα ὁ γρα­πτὸς λό­γος μου δὲν θὰ λα­ϊ­κί­σει, οὔ­τε θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ κά­ποι­α πλευ­ρᾶ θέ­α­σης τοῦ ὅ­λου θέ­μα­τος.

Στὶς 28 λοι­πὸν τοῦ πα­ρελ­θόν­τος Δε­κεμ­βρί­ου, βρέ­θη­κα, με­τὰ ἀ­πὸ ἔ­λεγ­χο τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­θη­με­ρι­νῶς ἔ­κα­να λό­γῳ τῆς ἑ­ορ­τά­σι­μης πε­ρι­ό­δου, θε­τι­κός στὸν ἰ­ό. Ἄ­με­σα ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα μὲ τον προ­σω­πι­κό μου ἰ­α­τρό κ. Εὐ.Κ. ὁ ὁ­ποῖ­ος μοὺ σύ­στη­σε καὶ λό­γω τοῦ ἤ­πι­ου δι­α­βή­τη ποὺ ἔ­χω, νὰ πι­ῶ σχε­τι­κὴ ἀν­τι­βί­ω­ση γι­ὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες. Ἀ­μέ­σως ὑ­πή­κου­σα, ἐγ­κλει­ό­με­νος στὴν οἰ­κί­α μου καὶ λαμ­βά­νον­τας τὴν φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή.

Οἱ τέσ­σε­ρις πρῶ­τες μέ­ρες κύ­λη­σαν πο­λὺ ὁ­μα­λὰ δί­χως πα­ρε­νέρ­γει­ες ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη ἢ κα­λύ­τε­ρα τὴν δι­α­στρέ­βλω­ση τῆς γεύ­σης, ποὺ τὰ ἔ­κα­νε ὅ­λα πι­κρά. Τὸ βρά­δι τῆς τέ­ταρ­της μέ­ρας, δηλ. τὴν πα­ρα­μο­νὴ τῆς πρω­το­χρο­νι­ᾶς, ἔ­κα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή του ὁ πυ­ρε­τός. 38°C ἔ­δει­ξε τὸ θερ­μό­με­τρο. Ἀπ᾿ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ καὶ ἕ­ως τὶς 2 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, ὁ πυ­ρε­τὸς εἴ­χε ἀ­νο­δι­κὴ καὶ δι­αρ­κὴ πο­ρεῖ­α, φτά­νον­τας καὶ τὸ 39,3 °C.

Τὸ ἀ­πό­γευ­μα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς ἀ­πο­φά­σι­σα μὲ τὴν πρε­σβυ­τέ­ρα μου ἀλ­λὰ καὶ τὴν πα­ρό­τρυν­ση τοῦ γι­α­τροῦ νὰ πά­ω σὲ ἕ­να Νο­σο­κο­μεῖ­ο γι­ὰ νὰ ἐ­λεγχθεῖ ἡ πο­ρεῖ­α τῆς ἀ­σθέ­νει­ας. Πράγ­μα­τι ἔφ­τα­σα ἕ­ως τὸ Σι­σμα­νό­γλει­ο Νοσοκομεῖο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­φη­μέ­ρευ­ε. Τὸ πρῶ­το σόκ, ἡ πρῶ­τη ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς ἴ­δι­α ἀν­τί­λη­ψη τῶν γε­γο­νό­των ποὺ ἀ­κού­γα­με στὰ μέ­σα ἐ­νη­μέ­ρω­σης ἦ­ταν γε­γο­νός. Δε­κά­δες ἄν­θρω­ποι, πε­ρί­με­ναν στὴν οὐ­ρὰ γι­ὰ νὰ ἐ­ξε­τα­στοῦν. Καὶ ἐ­γὼ ἀ­νά­με­σά τους ἐμ­πύ­ρε­τος καὶ ἀρ­κε­τὰ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος. Πεν­τέ­μι­ση ὁ­λό­κλη­ρες ὥ­ρες δι­ήρ­κε­σε αὐ­τὸ τὸ «μαρ­τύ­ρι­ο» πε­ρι­πε­πλεγ­μέ­νο μὲ με­γά­λη ἀ­γω­νί­α γι­ὰ τὸ τὶ «μέλ­λει γε­νέ­σθαι».

Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ ρά­σου σὲ ἕ­να τέ­τοι­ο χῶ­ρο, αἰ­σθα­νό­μουν ὅ­τι τρα­βοῦ­σε τὴν προ­σο­χή, ἀ­φοῦ ὄ­χι μό­νο τὰ βλέ­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ πολ­λοὶ ἐκ τῶν συ­να­σθε­νῶν μου μὲ πλη­σί­α­σαν γι­ὰ νὰ προ­σευ­χη­θῶ γι᾿ αὐ­τούς. Τὶ πα­ρά­ξε­νο συ­ναί­σθη­μα. Ὁ ἄρ­ρω­στος, νὰ προ­σευ­χη­θεῖ γι­ὰ τὸν ἄρ­ρω­στο; Τε­λι­κὰ δύ­σκο­λο ἄ­θλη­μα ἡ προ­σευ­χή, ὅ­ταν μά­λι­στα τὴν ἔ­χεις ὁ ἴ­δι­ος ἀ­νάγ­κη τέ­τοι­ες στιγ­μές.

Βή­χας, δυ­σκο­λί­α ἀ­να­πνο­ῆς, κόκ­κι­να μά­τι­α, σκυφ­τὰ κε­φά­λι­α, ὑ­πο­μο­νε­τι­κοὶ ποὺ κά­ποι­ες στιγ­μὲς γί­νον­ταν ἀ­νυ­πό­μο­νοι ἄν­θρω­ποι, κά­θε ἡ­λι­κί­ας, πε­ρί­με­ναν νὰ ἐ­ξε­τα­στοῦν.

Ἐ­κεῖ μί­λη­σα μὲ ἕ­να νε­α­ρὸ παλ­λη­κά­ρι. Μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ ἐν­τύ­πω­ση καὶ τὸν πλη­σί­α­σα.

-«Τὶ ἔ­χεις λε­βέν­τη μου; Προ­βλη­μα­τι­σμέ­νο σὲ βλέ­πω»!

«Πά­τερ, πρὶν ἐν­νι­ὰ μέ­ρες ἔ­χα­σα τὴ γυ­ναί­κα μου. Κόλ­λη­σα μά­λι­στα καὶ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς κη­δεί­ας. Τὸ μω­ρό μας, ἔ­χω νὰ τὸ δῶ ἀ­πὸ τό­τε. Δὲν ἔ­χω ση­κώ­σει κε­φά­λι» καὶ ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα.

Τὸν χά­ϊ­δε­ψα στὸ κε­φά­λι· ἔ­κλα­ψα μα­ζί του. Τε­λι­κὰ ἔ­νοι­ω­θα πο­λὺ κα­λὰ μπρὸς στὰ δι­κά του χά­λι­α. «Ὑ­πάρ­χουν καὶ χει­ρό­τε­ρα» λέ­ει ὁ λα­ός καὶ ἔ­χει δί­κι­ο.

Οἱ πεν­τέ­μι­ση αὐ­τὲς ὥ­ρες μὲ τα­λι­πώ­ρη­σαν πο­λύ. Ὄ­χι, δὲν πα­ρα­πο­νι­έ­μαι γι­ὰ τοὺς γι­α­τρούς. Ἔ­τρε­χαν δι­αρ­κῶς. Δὲν ἄν­τε­ξα καὶ ἔ­φυ­γα.

Τὸ βρά­δι συ­νε­χί­στη­κε ὁ πυ­ρε­τός καὶ ἕ­ως τὰ χα­ρά­μα­τα ἤ­μουν σχε­δὸν ἄ­γρυ­πνος. Πρω­ὶ πρω­ί, 3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μα­ζί μὲ τὴν σύμ­μα­χο πρε­σβυ­τέ­ρα, ἀ­φή­νον­τας πί­σω τὰ τέσ­σε­ρα παι­δι­ά μας, πή­γα στὸ ἐ­φη­με­ρεῦ­ον Ἀτ­τι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο.

Οὐ­ρὲς κό­σμου. Ἕ­να τε­ρά­στι­ο μελ­λί­σι, ἀ­σθε­νῶν, νο­ση­λευ­τῶν, ἰ­α­τρῶν, δι­οι­κη­τι­κοῦ προ­σω­πι­κοῦ, δι­α­σω­στῶν τοῦ ΕΚΑΒ, ἀ­σθε­νο­φό­ρων, ὄ­λοι καὶ ὅ­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νει­α αὐ­τή. Ἕ­νας «ἀ­ο­ρα­τος πό­λε­μος», ὄ­χι τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Ἁγίου Νι­κο­δή­μου, ἀλ­λὰ τοῦ σῶ­μα­τος ἐ­κτυ­λι­σό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τι­α μας. Ἐ­κεῖ καὶ ἕ­ως ὅ­του ἐ­ξε­τα­στῶ, ἄ­κου­σα καὶ ἀν­τι­λή­φθη­κα τὴ «με­τά­νοι­α» τῶν ἀν­θρώ­πων. Ποι­α; «Με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν ἐ­κα­να τὸ ἐμ­βό­λι­ο», ἄ­κου­γες παν­τοῦ!

Εὐ­τυ­χῶς, ἤ­μουν ἀ­πὸ τοὺς πρῶ­τους ποὺ προ­σῆλ­θα καὶ σὲ δύ­ο ὥ­ρες εἶχαν τε­λει­ώ­σει οἱ ἐ­ξε­τά­σεις. Ἡ ἀ­γω­νί­α στὸ ζε­νίθ! Εἰ­δι­κὰ γι­ὰ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­ξο­νι­κῆς ποὺ θὰ ἔ­δει­χναν ἄν ὑ­πῆρ­χε πνευ­μο­νί­α.

Στὴ πρώ­τη αὐ­τὴ «γραμ­μὴ» ἀν­τι­με­τώ­πι­σης καὶ ἐ­ξε­τά­σε­ως τῶν ἀ­σθε­νῶν, «ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σι» εἶδα τὸν τι­τά­νι­ο, χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λή, ἀ­γῶ­να τῶν γι­α­τρῶν καὶ τῶν νο­ση­λευ­τῶν, ποὺ ἔ­πρε­πε μέ­σα σὲ μι­ὰ ἐ­φη­με­ρί­α, μὲ τε­ρά­στι­α πί­ε­ση, νὰ ἀ­πο­φα­σί­σουν γι­ὰ τὸ τὶ θὰ ἀ­πο­γί­νει ὁ κα­θέ­νας μας. Νο­ση­λεί­α; Ἀ­γω­γὴ στὸ σπί­τι; Μο­νο­κλω­νι­κὰ ἀν­τι­σώ­μα­τα;

Ἡ γι­α­τρός, χι­λι­ό­χρο­νη νὰ εἶ­ναι, μοῦ εἶ­πε σχε­δὸν ντρο­πα­λά: «Πά­τερ, πρέ­πει νὰ νο­ση­λευ­τεῖ­τε»! Τῆς ἐ­πι­α­σα τὸ χέ­ρι καὶ πῆ­γα νὰ πῶ «ἔ­χω τέσ­σε­ρα παι­δι­ά. Μή­πως γί­νε­ται νὰ πά­ω στὸ σπί­τι»; Δὲν τὸ τολ­μη­σα ὅ­μως. Ἀ­στρα­πι­αῖ­α θυ­μή­θη­κα ὅ­τι «τί­μα ἰ­α­τρὸν πρὸς τὰς χρε­ί­ας αὐ­τοῦ τι­μαῖς αὐ­τοῦ, καὶ γὰρ αὐ­τὸν ἔ­κτι­σε Κύριος[2]», ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι καὶ εἶ­πα «νά ᾿ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο». Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τη στιγ­μὴ ἡ­ρέ­μη­σα. Ἔ­νι­ω­σα ὅ­τι «ἄλ­λος» ἔ­χει πι­ὰ τὴν εὐ­θύ­νη.

Δύ­σκο­λος ὁ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς ἀ­πὸ τὴ πρε­σβυ­τέ­ρα ποὺ ἀ­γω­νι­οῦ­σε. Γνω­ρί­ζα­με κα­λῶς ὅ­τι ἐ­πι­σκε­πτή­ρι­α δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται. Σὲ νο­σο­κο­μεῖ­ο δὲν εἴ­χα μπεῖ πο­τέ μου. Πα­ρά­ξε­να συ­ναι­σθή­μα­τα…

Μὲ ὁ­δή­γη­σαν στὴν κλι­νι­κή. Κλι­νι­κὴ Covid 03, δω­μά­τι­ο 3, κρε­βά­τι Β. Ἐ­πι­με­λή­τρι­α κλι­νι­κής ἡ κα Λ. Λ. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ εἶ­χες νὰ ἀ­γω­νι­στεῖς σὲ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα. Τὸ πρῶ­το ὁ ἑ­αυ­τός σου· τὸ δεύ­τε­ρο οἱ συ­να­σθε­νεῖς σου!

Στὸ ἀ­ρι­στε­ρό μου χέ­ρι ξα­πλω­μέ­νος βρι­σκό­ταν ἕ­νας ἄλ­λος ἱ­ε­ρέ­ας. 72 ἐ­τῶν ἦ­ταν ὁ π. Δ. Φρ. Πό­σο μὲ πο­νά­ει αὐ­τὸ τὸ «ἦ­ταν»… Ἔ­φυ­γε νι­κη­μέ­νος με­τὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ες μέ­ρες νο­ση­λεί­ας στὴν ἐν­τα­τι­κή. Ἀν­τι­δροῦ­σε σὲ ὅ­λα ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος…

Ἀ­πέ­ναν­τί μου δε­ξι­ὰ ὁ Ν., μὲ πνευ­μο­νί­α 60%. Κα­λὸ παι­δί. Τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Γί­να­με φί­λοι. Ἀ­πέ­ναν­τι καὶ ἀ­ρι­στε­ρά μου ὁ κ. Θ., δυ­να­μι­κὸς δι­κη­γό­ρος. Ἐ­τῶν 80.

Καὶ οἱ τρεῖς ἀ­νεμ­βο­λί­α­στοι, ὄ­πως καὶ τὸ 90% τῶν 60 νο­ση­λευ­ο­μέ­νων στὴν κλι­νι­κή. Στὸ δω­μά­τι­ο πά­λι, ἄ­κου­σα ἀ­πὸ τον Ν. αὐ­θόρ­μη­τα τὴν ἴ­δι­α «με­τά­νοι­α». «Με­τά­νοι­ω­σα πά­τερ ποὺ δὲν ἐμ­βο­λι­ά­στη­κα. Εἶ­μαι δέ­κα μέ­ρες ἤ­δη μέ­σα. Μό­νο μὲ βιν­τε­οκ­λή­σεις μπο­ρῶ νὰ δῶ τὰ τρί­α μι­κρὰ κο­ριτ­σά­κι­α μου. Εἶ­δα τὸ χά­ρο μὲ τὰ μά­τι­α μου»!

Τὶ νὰ πῶ γι­ὰ τὶς νο­ση­λεύ­τρι­ες καὶ τοὺς ἰ­α­τρούς. Τί­μι­α, εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ χω­ρὶς «σάλ­τσες», ἔ­ζη­σα μέ­σα σὲ ἕ­ναν «πα­ρά­δει­σο νο­ση­λεί­ας», ὅ­που δὲν ὑ­πήρ­χε τὸ «ἐ­γὼ» καὶ τὸ «ἐ­σύ» με­τα­ξύ τους, τὸ «ἀ­νώ­τε­ρος» καὶ «κα­τώ­τε­ρος», τὸ «πα­λι­ός» καὶ «νέ­ος»! Ε­κεῖ­να δηλ. ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α βα­σα­νί­ζε­ται ἡ κοι­νω­νί­α μας ἐν πολ­λοῖς, ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας!! Ἕ­νας σε­μνὸς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­σμὸς ἦ­ταν σὲ ὅ­λους δι­α­κρι­τός, μα­ζὶ μὲ τὸ χα­μό­γε­λο καὶ τὸ κα­λὸ λό­γο πρὸς κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ ἐ­μᾶς.

  • Ἔ­λα Γ., βά­λε δύ­να­μη, πά­ρε ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­πνευ­στῆ­ρα, ἄ­κου­γες.
  • Ἔ­λα κ. Θ., κά­νε κου­ρά­γι­ο, καὶ τοῦ χά­ϊ­δευ­αν τὸ κε­φά­λι ἀλ­λά­ζον­τάς του τὰ σεν­τό­νι­α. Ἀλ­λά­ζον­τάς του, κα­λύ­τε­ρα καὶ ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα τους, τὰ λε­ρω­μέ­να του ἐ­σώ­ρου­χα…

Κά­ποι­α στιγ­μή, φώ­να­ξα τὴ νο­ση­λεύ­τρι­α Φ. ποὺ μό­νο τὰ μά­τι­α της φαί­νον­ταν, λό­γω τῶν προ­στα­τευ­τι­κῶν στο­λῶν τους.

– Παι­δὶ μου ἔ­λα ἐ­δῶ.

– Ὀ­ρί­στε πά­τερ.

– Δώ­σμου τὸ χέ­ρι σου.

Δὲν κα­τά­λα­βε. Μοῦ τὸ δι­νει. Τὸ ἀ­σπά­ζο­μαι εὐ­λα­βι­κά. Τρα­βι­έ­ται ἀ­πό­το­μα.

– Μὰ τὶ κά­νε­τε;

– Ἐ­σεῖς εἶ­στε «ἱ­ε­ρεῖς»! Ἐ­σεῖς δι­α­κο­νεῖ­τε μὲ αὐ­το­θυ­σί­α τὸν ἀ­δελ­φό. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!

Τὰ φάρ­μα­κα ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­πο­δί­δουν καὶ ὁ πυ­ρε­τὸς ἔ­πε­σε. Οἱ μέ­ρες κύ­λη­σαν μὲ ἠ­συ­χί­α ἐ­σω­τε­ρι­κὰ καὶ ἀ­νη­συ­χί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κά.

Ἐ­σω­τε­ρι­κά, δι­ό­τι μὲ συ­νό­δευ­σαν οἱ ἐκ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας ἐ­πι­στο­λὲς τοῦ ἱ. Χρυ­σο­στό­μου, τὶς ὁ­ποῖ­ες δι­ά­βα­σα ἔν­δα­κρυς σχε­δον ὅ­λες. Τὶ μο­να­δι­κὴ εὐ­αι­σθη­σί­α εἶ­χε αὐ­τὸς ὅ ἅ­γι­ος ἄν­θρω­πος! Μὲ πό­ση ἀ­γω­νί­α ρω­τού­σε νὰ μά­θει γι­ὰ τὴν πο­λύ­τι­μη ὑ­γεί­α τῶν πα­ρα­λη­πτῶν! «Ἐν ὑ­γι­εί­ᾳ ἐ­σμεν καί εὐ­θυ­μί­ᾳ»[3] ἔ­γρα­φε γι­ὰ τὸν ἴ­δι­ο γι­ὰ νὰ τοὺς κα­θη­συ­χά­σει. Ἀν­τι­θέ­τως ὅ­μως ζη­τοῦ­σε δι­αρ­κὴ πλη­ρο­φό­ρη­ση γι­ὰ τὴν ὑ­γεί­α τῶν ἀ­γα­πη­μέ­νων του προ­σώ­πων. Μά­λι­στα σὲ χαι­ρε­τι­στή­ρι­ο ἐ­πί­λο­γο τῆς ΙΕ΄ ἐ­πι­στο­λής του πα­ραγ­γέλ­λει τὴν συ­χνὴ ἐ­νη­μέ­ρω­σή του ἀ­πὸ τὴν Ὀ­λυμ­πι­ά­δα «πε­ρί τῆς ὑ­γεί­ας» της. Ἡ κα­λή της κα­τά­στα­ση θὰ ἐ­νι­σχύ­ει, γρά­φει, «τήν εὐ­φρο­σύ­νην» του καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ γι’ αὐ­τόν «οὐ μι­κράν πα­ρα­μυ­θί­αν»[4] στὴν ἐ­ρη­μι­ᾶ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του.

Ἐ­ξω­τε­ρι­κά, δι­ό­τι οἱ με­τα­πτώ­σεις τῆς ὑ­γεί­ας ὅ­σων πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τὸν θά­λα­μο, μὲ τε­λευ­ταῖ­ο τὸν πε­νην­τά­χρο­νο Γ., μὲ ἐ­πη­ρέ­α­σαν τό­σο πο­λύ, ποὺ ἔ­κα­να πολ­λὲς μέ­ρες νᾶ ξε­πε­ρά­σω τὶς τρεῖς δι­α­σω­λη­νώ­σεις ποὺ εἶ­δα μὲ τὰ μά­τι­α μου!!

Ἡ τε­λευ­ταῖ­α μέ­ρα ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ὄ­χι μό­νο μά­ζε­ψα τὴ βα­λιτ­σού­λα μὲ τὰ ρού­χα μου, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τὶς ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ πή­ρα καὶ θὰ κου­βα­λῶ δι­α­παν­τός μα­ζί μου.

Ποι­ές;

Ὅ­τι ἡ ἰ­α­τρι­κή, ἰ­δί­ως ἡ θυ­σι­α­ζο­μέ­νη, μα­ζί μὲ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ (ναι, μα­ζί!), σώ­ζει ζω­ές! Ἐ­κεῖ­νες γι­ὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ Χρι­στὸς θυ­σι­ά­στη­κε. Ἐ­κεῖ­νες γι­ὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες πολ­λά­κις ἐ­μεῖς οἱ κλη­ρι­κοὶ ἀ­δι­α­φο­ρή­σα­με ἢ καὶ πλα­νή­σα­με μὲ ἀν­τι­εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὲς κατευθύνσεις.

Ὅ­τι τὰ φάρ­μα­κα, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν τυχὸν περιπλέκονται μὲ οἰ­κο­νο­μι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα, σώ­ζουν ζω­ές. Καὶ ἐκεῖ μέσα ἔνιωσα ὅσο ποτὲ τὴν ἀξία της.

Ὅ­τι ἡ γιατρὸς-ἐ­πι­με­λή­τρι­α μοῦ εἶ­πε λί­γο πρὶν φύ­γω: «Πά­τερ σὲ ἔ­σω­σε τὸ ἐμ­βό­λι­ο»! Καὶ ὄντως ἔ­σω­σε τὴ ζωή μου.

Ὅ­τι δὲν μὲ πεί­θει καμ­μί­α ἄλ­λη συ­νω­μο­σι­ο­λο­γι­κὴ ἢ ψευ­το-πνευ­μα­τι­κὴ πε­ρὶ τοῦ ἀν­τι­θέ­του θε­ω­ρί­α, ἀ­φοῦ «πρᾶ­ξις θε­ω­ρί­ας ἐ­πίβα­σις»!

Καὶ ἐ­γὼ τὰ ἔ­ζη­σα! Δὲν μοῦ τὰ ἀ­νήγ­γει­λαν…


[1] PG 35, 1080

[2] Σοφία Σειράχ, 38,1

[3] Ολυμπιάς-Επιστολή Δ΄ (ΙΒ΄), SC 13, 98.1b

[4] Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄ (Ε΄), SC 13, 184.2c

Πηγή: https://orthodoxia.info/news/

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ